τροφικός

τροφικός
-ή, -ό / τροφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τροφή]
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη (α. «τροφικές διαταραχές» — διαταραχές που οφείλονται σε τοπικές ή γενικές βλάβες τής θρέψεως ιστών ή οργάνων
β. «τροφική δηλητηρίαση» — δηλητηρίαση οφειλόμενη στη βρώση μολυσμένων τροφίμων)
2. αυτός που συντελεί στη θρέψη («τροφικά νεύρα και κέντρα» — νευρικά στοιχεία που ρυθμίζουν τη θρέψη τών οργάνων)
3. φρ. α) «τροφικές αλυσίδες» ή «αλυσίδες διατροφής»
βιολ. νοητές αλυσίδες που ενώνουν σε κάθε τους κρίκο ένα θήραμα και έναν θηρευτή του, όπως είναι λ.χ. η αλυσίδα φυτό-τρωκτικό-φίδι-γεράκι
β) «τροφικός τύπος»
βιολ. γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει οργανισμούς, οι οποίοι έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με τη χημική φύση τών θρεπτικών συστατικών από τα οποία έχουν ανάγκη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροφή ή στη διατροφή
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τροφικά
τα όργανα που συντελούν στη θρέψη
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τροφική
η εκτροφή και συντήρηση κοπαδιού, αγελαιοτροφία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τροφικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με τη θρέψη: Τροφικές διαταραχές. 2. που συντελεί στη θρέψη: Τροφικό νεύρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροφικῶν — τροφικός nursing fem gen pl τροφικός nursing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφικοῖς — τροφικός nursing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφική — τροφικός nursing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Oligotroph — An oligotroph is an organism that can live in an environment that offers very low levels of nutrients. They may be contrasted with copiotrophs, which prefer nutritionally rich environments. Oligotrophs are characterized by slow growth, low rates… …   Wikipedia

  • ξηροτροφικός — ξηροτροφικός, ή, όν (Α) (μόνο το ουδ. ως ουσ.) τo ξηροτροφικόν η εκτροφή ζώων τής ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το υγροτροφικόν, δηλ. την εκτροφή θαλάσσιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + τροφικός (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. υγρο τροφικός] …   Dictionary of Greek

  • υγροτροφικός — ή, όν, Α (για ζώα) αυτός που τρέφεται μέσα στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τροφικός, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ὑγροτρόφος (πρβλ. κοινο τροφικός)] …   Dictionary of Greek

  • κοινοτροφικός — κοινοτροφικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση 2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη) κοινή φύση ή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο τρόφος < κοινός + τρόφος (<… …   Dictionary of Greek

  • σαπροτροφικός — ή, ό και σαπρότροφος, η, ο βιολ. (για οργανισμό και ιδίως για μύκητα ή βακτήριο) αυτός που εξασφαλίζει την τροφή του από νεκρή ή σε κατάσταση αποικοδόμησης οργανική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprotrophic (< σαπρός + τροφικός /… …   Dictionary of Greek

  • βλεφαριδωτά — Ομοταξία μονοκύτταρων πρωτόζωων που ζουν κατά μάζες στα λιμνάζοντα νερά· ονομάζονται και εγχυματόζωα επειδή αναπτύσσονται πολύ εύκολα στα εγχύματα. Στα β., το κυτταρόπλασμα έχει διαφοροποιηθεί και σχηματίζει ειδικά μικρά όργανα, χρήσιμα στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”